- δράση
- (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για τα μεγέθη που ορίζουν ορισμένες ιδιότητες των κλασικών και κβαντικών μηχανικών συστημάτων. Οι φυσικές διαστάσεις των ιδιοτήτων αυτών προκύπτουν από το γινόμενο ενέργειας επί χρόνο. Στην αναλυτική μηχανική για τα μεγέθη αυτά ισχύει μια σημαντική αρχή, σύμφωνα με την οποία οι δυνατές κινήσεις ενός μηχανικού συστήματος είναι εκείνες που κατά τη διάρκειά τους οι μεταβολές της δ. είναι ελάχιστες (αρχή της ελάχιστης δ.).
Στην ιδιαίτερη περίπτωση της ομοιόμορφης κυκλικής κίνησης, η δ. είναι σταθερή και ίση προς το γινόμενο της μάζας επί την ταχύτητα, επί το μήκος της περιφέρειας (2πRmv).
Στην κβαντική μηχανική η δ. είναι ένα κβαντώμενο μέγεθος: συνεπώς μπορεί να λάβει μόνο τις τιμές που είναι ακέραια πολλαπλάσια της παγκόσμιας σταθεράς του Πλανκ.
* * *η (AM δρᾱσις)1. πράξη, ενέργεια2. η επενέργεια φυσικής ή ηθικής δύναμηςνεοελλ.1. το σύνολο τών ενεργειών ενός προσώπου σε κάποιο πεδίο2. ο ενεργός βίος ενός ανθρώπου3. λογοτ. η ύπαρξη εναλλασσόμενων καταστάσεων, αλληλουχία γεγονότων, περιπετειών, αντιθέσεων κ.λπ., ώστε να διατηρείται αμείωτο το ενδιαφέρον τού θεατή ή τού αναγνώστη4. φρ. α) «κοινωνική δράση» — η προσφορά στο κοινωνικό σύνολοβ) «φιλανθρωπική δράση» — η προσφορά σε πάσχοντες και φτωχούςγ) «εθνική δράση» — η προσφορά προς το έθνοςδ) «τρομοκρατική δράση» — η συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειεςαρχ.1. η ιδιότητα τών ενεργητικών ρημάτων2. θυσία (κατά τον Ησύχιο).[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δρᾶ- (βλ. λ. δρω)].
Dictionary of Greek. 2013.